φιλόστοργος

φιλόστοργος
φιλόστοργος, ον (s. prec. entry; X.+; ins [e.g. SEG XLII, 1214, 12: II A.D.; cp. adv. ISmyrnaMcCabe 9, 6: 245/243 B.C.]; PMich 148 II, 9 [I A.D.]; for other ins and pap s. New Docs 3, 41f; 4 Macc 15:13; TestAbr A 1 p. 78, 4 [Stone p. 4]; JosAs 12:8; Philo; Jos., Ant. 7, 252 al.) loving dearly τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι devoted to one another in brotherly love Ro 12:10.—DELG s.v. στέργω. M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλόστοργος — loving tenderly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόστοργος — η, ο επίρρ. α αυτός που αγαπάει στοργικά, ο γεμάτος στοργή, ο στοργικός, ο τρυφερός (ιδίως για γονείς, παιδιά, αδέρφια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοστοργότερον — φιλόστοργος loving tenderly adverbial comp φιλόστοργος loving tenderly masc acc comp sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργότατα — φιλόστοργος loving tenderly adverbial superl φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργότατον — φιλόστοργος loving tenderly masc acc superl sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστόργως — φιλόστοργος loving tenderly adverbial φιλόστοργος loving tenderly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόστοργον — φιλόστοργος loving tenderly masc/fem acc sg φιλόστοργος loving tenderly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργοτάτου — φιλόστοργος loving tenderly masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργοτάτῳ — φιλόστοργος loving tenderly masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργοτέρους — φιλόστοργος loving tenderly masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”